- δευσοποιώς
- επίρρ.βλ. δευσοποιός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δευσοποιῶς — δευσοποιός deeply dyed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευσοποιός — ο (Α δευσοποιός, όν) ο βαφέας αρχ. Ι. 1. (για χρώμα) ο ανεξίτηλος, αυτός που χρωματίζει βαθιά 2. έντονος, ισχυρός («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ δόξα γίγνοιτο») II. επίρρ. δευσοποιῶς 1. (για βαφή) ανεξίτηλα 2. ανεξάλειπτα, αλησμόνητα … Dictionary of Greek